- πλοκεύς
- πλοκ-εύς, έως, ὁ,A plaiter, braider, Epich.171, Hp.Vict.1.19;
π. ἱματίων Cat.Cod.Astr.8(4)
. 137.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
π. ἱματίων Cat.Cod.Astr.8(4)
. 137.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλοκεύς — plaiter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκεῖς — πλοκεύς plaiter masc acc pl πλοκεύς plaiter masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκῆς — πλοκεύς plaiter masc nom pl πλοκεύς plaiter masc nom/voc pl πλοκή twining fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκῆι — πλοκεύς plaiter masc dat sg (epic ionic) πλοκῇ , πλοκή twining fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκέες — πλοκεύς plaiter masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκέας — ο / πλοκεύς, έως, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος μικρόσωμων στρουθιόμορφων εντομοφάγων πτηνών τής οικογένειας τών πλοκεϊδών, που μοιάζουν με σπίνους και χαρακτηρίζονται για την κυπελλόμορφη σαν φλασκί φωλιά τους η οποία είναι πλεγμένη με κλαδιά και άλλα… … Dictionary of Greek
πλοκῇ — πλοκῆι , πλοκεύς plaiter masc dat sg (epic ionic) πλοκή twining fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)